καθύομαι

καθύομαι
καθύομαι (Α)
(επιτατ. τού ύομαι) καταβρέχομαι («καθύομαι σφοδροῑς ὄμβροις», Στέφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὕομαι «βρέχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”